κάχρυς: Difference between revisions
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάχρυς''': (οὐχὶ κάγχρυς), ῠος, ἡ, ἐξηραμμένη ἢ πεφρυγμένη κριθὴ (πρὸς εὐχερεστέραν ἀλευροποιΐαν, Εὐστάθ.), ἐξ ἧς κατασκευάζετο ἡ χονδροαλεσμένη κριθὴ (ἄλφιτα), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139, Ἀριστοφ. Σφ. 1306, Νεφ. 1358. ΙΙ. ἐπὶ διαφόρων σπόρων, ὁ κυψελώδης [[καρπὸς]] τῆς λιβανωτίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10, Διοσκ. 3. 87· τὰ ἐξωτερικὰ περιβλήματα ἢ τὰ [[ἄνθη]] (amenta) [[καρύων]] καὶ ἄλλων τοιούτων καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4., 14. 1, κτλ. | |lstext='''κάχρυς''': (οὐχὶ κάγχρυς), ῠος, ἡ, ἐξηραμμένη ἢ πεφρυγμένη κριθὴ (πρὸς εὐχερεστέραν ἀλευροποιΐαν, Εὐστάθ.), ἐξ ἧς κατασκευάζετο ἡ χονδροαλεσμένη κριθὴ (ἄλφιτα), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139, Ἀριστοφ. Σφ. 1306, Νεφ. 1358. ΙΙ. ἐπὶ διαφόρων σπόρων, ὁ κυψελώδης [[καρπὸς]] τῆς λιβανωτίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10, Διοσκ. 3. 87· τὰ ἐξωτερικὰ περιβλήματα ἢ τὰ [[ἄνθη]] (amenta) [[καρύων]] καὶ ἄλλων τοιούτων καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4., 14. 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος (ἡ) :<br /><b>I.</b> orge grillée, <i>d’ord. au pl.</i> [[αἱ]] κάγχρυες;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> graine sèche de certaines plantes (romarin, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> bourgeon de certains arbres (pin, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' cf. [[κέγχρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ῠος (acc.
A κάχρυδα Dieuch. ap. Orib.4.7.7, gen. υδος ib.20), ἡ, parched barley, Cratin.274, Hp.Mul.1.97, Ar.Nu.1358, V.1306, Gal.11.404. 2 winter-bud, Thphr.HP3.5.5, 5.1.4: acc.pl., τὰς κάχρυς ib.3.14.1. II neut. κάχρυ, τό, fruit of λιβανωτίς, ib.9.11.10, Ph.Bel.86.23, Dsc.3.74 (v.l. κάγχρυς); also, the whole plant, Ps.- Dsc.l.c.; κάχρυος ῥίζα Hp.Nat.Mul.32, Philum.Ven.6.1.
German (Pape)
[Seite 1409] υος, ἡ (richtigere Schreibart für κάγχρυς ), geröstete Gerste, Ar. Nubb. 1358; φρύγουσιν ἤδη τὰς κάχρυς τοῖς κύρβεσιν Plut. Sol. 25; Strab. XV, 731; ὥςπερ καχρύων ὀνίδιον εὐωχημένον Ar. Vesp. 1304; Sp. – Die Frucht- oder Blüchenähre des Rosmarin u. ähnlicher Pflanzen, Theophr. – Der Ansatz zu den Blüthenkätzchen am Nußbaum u. anderen Bäumen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάχρυς: (οὐχὶ κάγχρυς), ῠος, ἡ, ἐξηραμμένη ἢ πεφρυγμένη κριθὴ (πρὸς εὐχερεστέραν ἀλευροποιΐαν, Εὐστάθ.), ἐξ ἧς κατασκευάζετο ἡ χονδροαλεσμένη κριθὴ (ἄλφιτα), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139, Ἀριστοφ. Σφ. 1306, Νεφ. 1358. ΙΙ. ἐπὶ διαφόρων σπόρων, ὁ κυψελώδης καρπὸς τῆς λιβανωτίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10, Διοσκ. 3. 87· τὰ ἐξωτερικὰ περιβλήματα ἢ τὰ ἄνθη (amenta) καρύων καὶ ἄλλων τοιούτων καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4., 14. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
I. orge grillée, d’ord. au pl. αἱ κάγχρυες;
II. p. anal. 1 graine sèche de certaines plantes (romarin, etc.);
2 bourgeon de certains arbres (pin, etc.).
Étymologie: cf. κέγχρος.