ἔκτρωσις: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(6_8) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκτρωσις''': -εως, ἡ, [[ἀποβολή]], [[πρόωρος]] [[γέννησις]], Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2· ἐκτρώσει ἐν τόκῳ (κοινῶς ἐκτρώσῃ) Ἱππ. 644. 50, πρβλ. Σωρανὸν σ. 264 Dietz. | |lstext='''ἔκτρωσις''': -εως, ἡ, [[ἀποβολή]], [[πρόωρος]] [[γέννησις]], Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2· ἐκτρώσει ἐν τόκῳ (κοινῶς ἐκτρώσῃ) Ἱππ. 644. 50, πρβλ. Σωρανὸν σ. 264 Dietz. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[aborto]], [[parto prematuro]] ὁ τόκος ὁ ἐαρινὸς εἰς ἐκτρώσεις γίνεται Arist.<i>Pr</i>.860<sup>a</sup>18, c. gen. obj. ἔ. τῶν ἐμβρύων Gal.4.662, cf. 19.77, Sor.1.4.148, c. gen. subjet. ἔ. γυναικός <i>ISmyrna</i> 728.5 (II/III d.C.), cf. Heph.Astr.1.23.26, Vett.Val.187.22, ἔ. τῆς ἐμῆς γαμετῆς <i>PWash.Univ</i>.36.4 (V d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A miscarriage, Arist.Pr.860a18 (pl.); ἐκτρώσει ἐν τόκῳ v.l.in Hp.Mul.2.122, cf.Sor.2.49.
German (Pape)
[Seite 784] ἡ, das zu früh Gebären, Hippocr.; Arist. probl. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτρωσις: -εως, ἡ, ἀποβολή, πρόωρος γέννησις, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2· ἐκτρώσει ἐν τόκῳ (κοινῶς ἐκτρώσῃ) Ἱππ. 644. 50, πρβλ. Σωρανὸν σ. 264 Dietz.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
aborto, parto prematuro ὁ τόκος ὁ ἐαρινὸς εἰς ἐκτρώσεις γίνεται Arist.Pr.860a18, c. gen. obj. ἔ. τῶν ἐμβρύων Gal.4.662, cf. 19.77, Sor.1.4.148, c. gen. subjet. ἔ. γυναικός ISmyrna 728.5 (II/III d.C.), cf. Heph.Astr.1.23.26, Vett.Val.187.22, ἔ. τῆς ἐμῆς γαμετῆς PWash.Univ.36.4 (V d.C.).