ἔνοπλος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνοπλος''': -ον, ὡπλισμένος, «ἀρματωμένος», Τυρταῖος 13, Σοφ. Ο. Τ. 469, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1164 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐντὸς ἐνόπλους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ Δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 520. ΙΙΙ. εἰκὼν ἔν., τὸ Λατ. imago clipeata, ἀνδριὰς μεθ’ ὅπλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 40˙ [[οὕτως]], εἰκὼν γραπτὴ ἐν ὅπλῳ [[αὐτόθι]] 124 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἐνόπλως Ἡσύχ. ἐν λέξει περιχορίζειν.
|lstext='''ἔνοπλος''': -ον, ὡπλισμένος, «ἀρματωμένος», Τυρταῖος 13, Σοφ. Ο. Τ. 469, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1164 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐντὸς ἐνόπλους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ Δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 520. ΙΙΙ. εἰκὼν ἔν., τὸ Λατ. imago clipeata, ἀνδριὰς μεθ’ ὅπλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 40˙ [[οὕτως]], εἰκὼν γραπτὴ ἐν ὅπλῳ [[αὐτόθι]] 124 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἐνόπλως Ἡσύχ. ἐν λέξει περιχορίζειν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />en armes, armé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὅπλον]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνοπλος Medium diacritics: ἔνοπλος Low diacritics: ένοπλος Capitals: ΕΝΟΠΛΟΣ
Transliteration A: énoplos Transliteration B: enoplos Transliteration C: enoplos Beta Code: e)/noplos

English (LSJ)

ον,

   A in arms, armed, Tyrt.16, S.OT469 (lyr.), E.HF1164, PGurob1.7 (iii B. C.), D.H.5.28, Heraclit.Incred.19, etc.; κινήσεις τῶν ἐ. δραματικῶν Phld.Mus.p.15K.    II containing arms or armed men, of the Trojan horse, E.Tr.520 (lyr.).    III εἰκὼν ἔ., = Lat.imago clipeata, portrait-statue in armour, IPE1.185 (Cherson., ii B. C.).    IV Adv. -ως Hsch. s.v. περιχορίζειν.

German (Pape)

[Seite 849] in Waffen, gewaffnet; Batrach. 132, l. d.; Soph. O. R. 469; Eur. πούς, θίασος, Or. 1622 Phoen. 803; Xen. Hier. 10, 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνοπλος: -ον, ὡπλισμένος, «ἀρματωμένος», Τυρταῖος 13, Σοφ. Ο. Τ. 469, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1164 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐντὸς ἐνόπλους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ Δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 520. ΙΙΙ. εἰκὼν ἔν., τὸ Λατ. imago clipeata, ἀνδριὰς μεθ’ ὅπλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 40˙ οὕτως, εἰκὼν γραπτὴ ἐν ὅπλῳ αὐτόθι 124 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἐνόπλως Ἡσύχ. ἐν λέξει περιχορίζειν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en armes, armé.
Étymologie: ἐν, ὅπλον.