καρποφορία: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_10) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρποφορία''': ἡ, ἡ παραγωγὴ καρποῦ, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 3, Φίλων 1. 105, κτλ. | |lstext='''καρποφορία''': ἡ, ἡ παραγωγὴ καρποῦ, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 3, Φίλων 1. 105, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[καρποφορία]]) [[καρποφόρος]]<br />η [[παραγωγή]] καρπών, η [[γονιμότητα]], η [[ευφορία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fruit-bearing, Ocell.4.9 (pl.), Ph.1.105, Cod.Just. 1.3.38.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, das Fruchttragen, die Fruchtbarkeit, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καρποφορία: ἡ, ἡ παραγωγὴ καρποῦ, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 3, Φίλων 1. 105, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM καρποφορία) καρποφόρος
η παραγωγή καρπών, η γονιμότητα, η ευφορία.