φιλοφάρμακος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοφάρμᾰκος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ φάρμακα, Γαλην. τ. 16, σ. 322, ἔκδ. Kühn· ― τὸ φιλοφάρμακον Παῦλ. Αἰγ. σ. 36, 45. | |lstext='''φῐλοφάρμᾰκος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ φάρμακα, Γαλην. τ. 16, σ. 322, ἔκδ. Kühn· ― τὸ φιλοφάρμακον Παῦλ. Αἰγ. σ. 36, 45. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να παίρνει φάρμακα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοφάρμακον</i><br />η [[συνήθεια]] της λήψης φαρμάκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] (<b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-[[φάρμακος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fond of drugs, Gal.16.322: in bad sense, Cat.Cod.Astr.8(4).158; τὸ φ. ἔθος Paul.Aeg.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ φάρμακα, Γαλην. τ. 16, σ. 322, ἔκδ. Kühn· ― τὸ φιλοφάρμακον Παῦλ. Αἰγ. σ. 36, 45.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να παίρνει φάρμακα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοφάρμακον
η συνήθεια της λήψης φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φάρμακον (πρβλ. εὐ-φάρμακος)].