Τιθωνός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Τῑθωνός''': ὁ, υἱὸς τοῦ Λαομέδοντος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Πριάμου, ἡρπάγη δὲ διὰ τὸ [[κάλλος]] [[αὐτοῦ]] ὑπὸ τῆς Ἠοῦς, ἥτις ἔσχεν ἐξ [[αὐτοῦ]] υἱοὺς τὸν Ἠμαθίωνα καὶ τὸν Μέμνονα, καὶ ζητήσασα παρὰ τῶν θεῶν [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]] ἀθανασίαν ἐπέτυχεν, ἀλλ’ ἐλησμόνησε νὰ ζητήσῃ καὶ αἰωνίαν νεότητα· ὁ Τιθωνὸς ἐγένετο ὑπεργήρως, δι’ ὃ σπλαγχνισθέντες αὐτὸν οἱ θεοὶ μετέβαλον εἰς τέττιγα, Ἰλ. Υ., Ἡσ. Θεογ. 984, κλπ. - μεταφ., ἐπὶ γέροντος ἀδυνάτου καὶ ἐξησθενημένου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 688· [[παροιμία]] ἐπὶ [[μεγάλης]] ἡλικίας, [[ὑπὲρ]] τὸν Τιθωνὸν ζῆν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 1· ὁ Τιθωνὸς ὡς [[σύζυγος]] τῆς Ἠοῦς παριστάνει [[ἴσως]] τὴν θνήσκουσαν ἡμέραν, Μ. Müller Sc. of Lang. 2, σ. 11.
|lstext='''Τῑθωνός''': ὁ, υἱὸς τοῦ Λαομέδοντος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Πριάμου, ἡρπάγη δὲ διὰ τὸ [[κάλλος]] [[αὐτοῦ]] ὑπὸ τῆς Ἠοῦς, ἥτις ἔσχεν ἐξ [[αὐτοῦ]] υἱοὺς τὸν Ἠμαθίωνα καὶ τὸν Μέμνονα, καὶ ζητήσασα παρὰ τῶν θεῶν [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]] ἀθανασίαν ἐπέτυχεν, ἀλλ’ ἐλησμόνησε νὰ ζητήσῃ καὶ αἰωνίαν νεότητα· ὁ Τιθωνὸς ἐγένετο ὑπεργήρως, δι’ ὃ σπλαγχνισθέντες αὐτὸν οἱ θεοὶ μετέβαλον εἰς τέττιγα, Ἰλ. Υ., Ἡσ. Θεογ. 984, κλπ. - μεταφ., ἐπὶ γέροντος ἀδυνάτου καὶ ἐξησθενημένου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 688· [[παροιμία]] ἐπὶ [[μεγάλης]] ἡλικίας, [[ὑπὲρ]] τὸν Τιθωνὸν ζῆν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 1· ὁ Τιθωνὸς ὡς [[σύζυγος]] τῆς Ἠοῦς παριστάνει [[ἴσως]] τὴν θνήσκουσαν ἡμέραν, Μ. Müller Sc. of Lang. 2, σ. 11.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> Tithônos, <i>fils de Laomédon, à qui Zeus avait accordé de prolonger sa vieillesse</i>;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> un Tithônos, <i>càd</i> un vieillard très âgé.
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῑθωνός Medium diacritics: Τιθωνός Low diacritics: Τιθωνός Capitals: ΤΙΘΩΝΟΣ
Transliteration A: Tithōnós Transliteration B: Tithōnos Transliteration C: Tithonos Beta Code: *tiqwno/s

English (LSJ)

ὁ, Tithonus, brother of Priam, husband of Eos, and father of Memnon, Il.11.1, 20.237, Hes.Th.984. etc.: metaph. of a decrepit old man, because, as the tale went, Eos begged Zeus to grant immortality to Tithonus, but forgot to ask for eternal youth, Ar.Ach.688, Call.Iamb.1.249: prov. of great old age,

   A ὑπὲρ τὸν Τ. ζῆν Luc.DMort.7.1.

Greek (Liddell-Scott)

Τῑθωνός: ὁ, υἱὸς τοῦ Λαομέδοντος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Πριάμου, ἡρπάγη δὲ διὰ τὸ κάλλος αὐτοῦ ὑπὸ τῆς Ἠοῦς, ἥτις ἔσχεν ἐξ αὐτοῦ υἱοὺς τὸν Ἠμαθίωνα καὶ τὸν Μέμνονα, καὶ ζητήσασα παρὰ τῶν θεῶν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀθανασίαν ἐπέτυχεν, ἀλλ’ ἐλησμόνησε νὰ ζητήσῃ καὶ αἰωνίαν νεότητα· ὁ Τιθωνὸς ἐγένετο ὑπεργήρως, δι’ ὃ σπλαγχνισθέντες αὐτὸν οἱ θεοὶ μετέβαλον εἰς τέττιγα, Ἰλ. Υ., Ἡσ. Θεογ. 984, κλπ. - μεταφ., ἐπὶ γέροντος ἀδυνάτου καὶ ἐξησθενημένου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 688· παροιμία ἐπὶ μεγάλης ἡλικίας, ὑπὲρ τὸν Τιθωνὸν ζῆν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 1· ὁ Τιθωνὸς ὡς σύζυγος τῆς Ἠοῦς παριστάνει ἴσως τὴν θνήσκουσαν ἡμέραν, Μ. Müller Sc. of Lang. 2, σ. 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 Tithônos, fils de Laomédon, à qui Zeus avait accordé de prolonger sa vieillesse;
2 p. ext. un Tithônos, càd un vieillard très âgé.