ἡμίγαμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
(6_17) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίγᾰμος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὕπανδρος]], δηλ. [[παλλακή]], Φιλόστρ. 516. | |lstext='''ἡμίγᾰμος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὕπανδρος]], δηλ. [[παλλακή]], Φιλόστρ. 516. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίγαμος]], -ον (Α)<br />(για γυναίκες) η [[κατά]] το ήμισυ ύπανδρη, αυτή που ο [[γάμος]] της δεν έγινε [[κατά]] τους νόμους, μισοπαντρεμένη, [[παλλακίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>γαμος</i>, <i>έγ</i>-<i>γαμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A half-married, i.e. a concubine, Philostr.VS1.21.4.
German (Pape)
[Seite 1167] halb, d. i. nicht vollständig u. gesetzmäßig verheirathet, von der Concubine, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίγᾰμος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὕπανδρος, δηλ. παλλακή, Φιλόστρ. 516.
Greek Monolingual
ἡμίγαμος, -ον (Α)
(για γυναίκες) η κατά το ήμισυ ύπανδρη, αυτή που ο γάμος της δεν έγινε κατά τους νόμους, μισοπαντρεμένη, παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. ά-γαμος, έγ-γαμος].