χερουβικός: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(6_11) |
(46) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χερουβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν [[χερούβ]], Μεθόδ. 360C, Κύριλλ. Ἱεροσ. 1192· χερουβικὸς [[θρόνος]] Θεόδ. Ἀγκ. 1404D, Γελάσ. 1316C· - ὁ [[χερουβικός]] [[ὕμνος]], ὁ ᾀδόμενος κατὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον, ἄρχεται δὲ ὧδε: οἱ τὰ χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες Ψευδοϊακώβου Λειτουργ. σ. 53· τό χερουβικόν, Ψευδογερμαν. 416D, 420Β, Κεδρ. Ι, 685, κλπ. | |lstext='''χερουβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν [[χερούβ]], Μεθόδ. 360C, Κύριλλ. Ἱεροσ. 1192· χερουβικὸς [[θρόνος]] Θεόδ. Ἀγκ. 1404D, Γελάσ. 1316C· - ὁ [[χερουβικός]] [[ὕμνος]], ὁ ᾀδόμενος κατὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον, ἄρχεται δὲ ὧδε: οἱ τὰ χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες Ψευδοϊακώβου Λειτουργ. σ. 53· τό χερουβικόν, Ψευδογερμαν. 416D, 420Β, Κεδρ. Ι, 685, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[χερουβικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χερουβ</i>(<i>ε</i>)<i>ίμ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φύση]] και στη [[λειτουργία]] τών [[χερουβίμ]] (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ.- β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ.<br />γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν ἀναβλέψας», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[χερουβικό]](<i>ν</i>)<br />ύμνος που ψάλλεται [[πριν]] από την Μεγάλη Είσοδο (α. «να μπούνε στο [[χερουβικό]]...», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «ἄρχονται οἱ ἀναγνῶσται τοῡ χερουβικοῡ σιγησάτω πᾱσα σὰρξ βροτεία... [[ἄλλο]] οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...», Τυπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα χερουβικά</i><br />οι χερουβικοί ύμνοι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χερουβικοί ύμνοι» και «χερουβικοὶ ὕμνοι»<br /><b>εκκλ.</b> οι ειδικοί ύμνοι οι οποίοι, από τον 6ο αιώνα, αντικατέστησαν τον δέκατο τρίτο ψαλμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
χερουβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χερούβ, Μεθόδ. 360C, Κύριλλ. Ἱεροσ. 1192· χερουβικὸς θρόνος Θεόδ. Ἀγκ. 1404D, Γελάσ. 1316C· - ὁ χερουβικός ὕμνος, ὁ ᾀδόμενος κατὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον, ἄρχεται δὲ ὧδε: οἱ τὰ χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες Ψευδοϊακώβου Λειτουργ. σ. 53· τό χερουβικόν, Ψευδογερμαν. 416D, 420Β, Κεδρ. Ι, 685, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χερουβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[χερουβ(ε)ίμ]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ.- β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ.
γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν ἀναβλέψας», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το χερουβικό(ν)
ύμνος που ψάλλεται πριν από την Μεγάλη Είσοδο (α. «να μπούνε στο χερουβικό...», δημ. τραγούδι
β. «ἄρχονται οἱ ἀναγνῶσται τοῡ χερουβικοῡ σιγησάτω πᾱσα σὰρξ βροτεία... ἄλλο οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...», Τυπ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χερουβικά
οι χερουβικοί ύμνοι
4. φρ. «χερουβικοί ύμνοι» και «χερουβικοὶ ὕμνοι»
εκκλ. οι ειδικοί ύμνοι οι οποίοι, από τον 6ο αιώνα, αντικατέστησαν τον δέκατο τρίτο ψαλμό.