διαυλωνισμός: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_19) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαυλωνισμός''': -οῦ, ὁ, [[δίοδος]] διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος, Εὐστ. 1107. 63. | |lstext='''διαυλωνισμός''': -οῦ, ὁ, [[δίοδος]] διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος, Εὐστ. 1107. 63. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[paso a través de una abertura]] ὁ τῶν πνευμάτων ἀνακαμπτικὸς δ. Eust.1107.63. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A passage of wind through a narrow opening, Eust.1107.63.
German (Pape)
[Seite 609] ὁ, πνευμάτων ἀνακαμπτικός, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
διαυλωνισμός: -οῦ, ὁ, δίοδος διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος, Εὐστ. 1107. 63.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
paso a través de una abertura ὁ τῶν πνευμάτων ἀνακαμπτικὸς δ. Eust.1107.63.