πυρικαής: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(6_7) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρῐκᾱής''': -ές, = [[πυρίκαυστος]], Ἀνθ. Π. 6. 281. | |lstext='''πῠρῐκᾱής''': -ές, = [[πυρίκαυστος]], Ἀνθ. Π. 6. 281. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίγεται από υπερβολική [[θερμότητα]], από [[φωτιά]], αυτός που φλέγεται<br /><b>2.</b> πολύ [[θερμός]], [[φλογερός]] («πυρικαὴς [[πυρετός]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i> του [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιο</i>-<i>καής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,= πυρίκαυστος, AP6.281 (Leon.);
A πυρετός Gal. 16.709. [ᾱ metri gr. in APl.c.]
German (Pape)
[Seite 822] ές, = πυρίκαυστος, Maneth. 1, 146.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐκᾱής: -ές, = πυρίκαυστος, Ἀνθ. Π. 6. 281.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται
2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καής (< θ. καη-, πρβλ. αόρ. ἐ-κάη-ν του καίω), πρβλ. ηλιο-καής].