περικυδής: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_7) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικῡδής''': -ές, [[λίαν]] πεφημισμένος, [[περίφημος]], Νικ. Θηρ. 345, Κόϊντ. Σμ. 9. 65. | |lstext='''περικῡδής''': -ές, [[λίαν]] πεφημισμένος, [[περίφημος]], Νικ. Θηρ. 345, Κόϊντ. Σμ. 9. 65. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[μεγάλη]] [[φήμη]], [[διάσημος]], [[περίφημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κυδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῦδος]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>κυδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A very famous, Nic.Th.345, Q.S.9.65.
German (Pape)
[Seite 581] ές, sehr ruhmvoll, Nic. Ther. 345.
Greek (Liddell-Scott)
περικῡδής: -ές, λίαν πεφημισμένος, περίφημος, Νικ. Θηρ. 345, Κόϊντ. Σμ. 9. 65.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη, διάσημος, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κυδής (< κῦδος), πρβλ. επι-κυδής].