φυσιογνωμονικός: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_11)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠσιογνωμονικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυσιογνωμονίαν, σ. [[σοφία]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 85· ὁ [[φυσιογνωμονικός]], [[ὄνομα]] πραγματείας τοῦ Ἀντισθένους, Ἀθήν. 656F· τὰ φυσιογνωμονικά, [[ὄνομα]] πραγματείας φερούσης τὸ [[ὄνομα]] τοῦ Ἀριστοτέλους. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 838. 19.
|lstext='''φῠσιογνωμονικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυσιογνωμονίαν, σ. [[σοφία]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 85· ὁ [[φυσιογνωμονικός]], [[ὄνομα]] πραγματείας τοῦ Ἀντισθένους, Ἀθήν. 656F· τὰ φυσιογνωμονικά, [[ὄνομα]] πραγματείας φερούσης τὸ [[ὄνομα]] τοῦ Ἀριστοτέλους. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 838. 19.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φυσιογνωμονικός]], -ή, -όν, ΝΑ ([[φυσιογνωμονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[φυσιογνωμονική]]<br />η [[φυσιογνωμική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυσιογνωμονία]] ή ο ασκημένος σε αυτήν την [[ενασχόληση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>Φυσιογνωμονικόν</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Αντισθένους<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Φυσιογνωμονικά</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Αριστοτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φυσιογνωμονικῶς</i> Μ<br />σχετικά με την [[τέχνη]] της φυσιογνωμονίας.
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιογνωμονικός Medium diacritics: φυσιογνωμονικός Low diacritics: φυσιογνωμονικός Capitals: ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: physiognōmonikós Transliteration B: physiognōmonikos Transliteration C: fysiognomonikos Beta Code: fusiognwmoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for physiognomy, Hp. Epid.2.6 tit.; φ. σοφία S.E.P.1.85: -κή, ἡ, Philostr.Gym.25: -κόν, τό, name of a work by Antisthenes, Ath.14.656f; τὰ φ., title of a treatise ascribed to Aristotle. Adv. -κῶς Eust.838.19.

German (Pape)

[Seite 1318] ή, όν, zur φυσιογνωμονία gehörig, geschickt, geübt, zu ihrer Anwendung geneigt, adv. φυσιογνωμονικῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιογνωμονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυσιογνωμονίαν, σ. σοφία Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 85· ὁ φυσιογνωμονικός, ὄνομα πραγματείας τοῦ Ἀντισθένους, Ἀθήν. 656F· τὰ φυσιογνωμονικά, ὄνομα πραγματείας φερούσης τὸ ὄνομα τοῦ Ἀριστοτέλους. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 838. 19.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυσιογνωμονικός, -ή, -όν, ΝΑ (φυσιογνωμονία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμονική
η φυσιογνωμική
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμονία ή ο ασκημένος σε αυτήν την ενασχόληση
2. το ουδ. ως ουσ. Φυσιογνωμονικόν
τίτλος πραγματείας του Αντισθένους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Φυσιογνωμονικά
τίτλος πραγματείας του Αριστοτέλους.
επίρρ...
φυσιογνωμονικῶς Μ
σχετικά με την τέχνη της φυσιογνωμονίας.