πεζοβόας: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεζοβόας''': Δωρ. ἀντὶ -βόης, ου, ὁ, ὁ ἐκβάλλων τὴν πολεμικὴν κραυγὴν [[πεζός]], πεζὸς [[στρατιώτης]], Χρωμίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ’ ἐν μάχαις ἔκρινας ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀϋτᾶς, «τῷ Χρωμίῳ συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ ἔκρινας οἷός τις ὁ [[κίνδυνος]] ὁ τῶν πολέμων» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 9. 81.
|lstext='''πεζοβόας''': Δωρ. ἀντὶ -βόης, ου, ὁ, ὁ ἐκβάλλων τὴν πολεμικὴν κραυγὴν [[πεζός]], πεζὸς [[στρατιώτης]], Χρωμίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ’ ἐν μάχαις ἔκρινας ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀϋτᾶς, «τῷ Χρωμίῳ συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ ἔκρινας οἷός τις ὁ [[κίνδυνος]] ὁ τῶν πολέμων» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 9. 81.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui combat à pied.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]], [[βοή]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοβόας Medium diacritics: πεζοβόας Low diacritics: πεζοβόας Capitals: ΠΕΖΟΒΟΑΣ
Transliteration A: pezobóas Transliteration B: pezoboas Transliteration C: pezovoas Beta Code: pezobo/as

English (LSJ)

α, Dor. for -βόης, ὁ,

   A one who responds to the battle-cry on foot, foot-soldier, Pi.N.9.34.

German (Pape)

[Seite 542] dor. statt -βόης, ὁ, Fußschreier, d. i., Fußkämpfer, Streiter zu Fuße, Pind. N. 9, 34.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοβόας: Δωρ. ἀντὶ -βόης, ου, ὁ, ὁ ἐκβάλλων τὴν πολεμικὴν κραυγὴν πεζός, πεζὸς στρατιώτης, Χρωμίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ’ ἐν μάχαις ἔκρινας ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀϋτᾶς, «τῷ Χρωμίῳ συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ ἔκρινας οἷός τις ὁ κίνδυνος ὁ τῶν πολέμων» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 9. 81.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui combat à pied.
Étymologie: πεζός, βοή.