παρεγκεράννυμι: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
(6_1) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεγκεράννῠμι''': [[ἐγκεράννυμι]] ἐν μέρει, ἐπὶ νομίσματος, παρεγκεκραμένον, τὸ μὴ καθαρὸν καὶ ἀμιγές, ἀλλὰ κίβδηλον, [[Πολυδ]]. Γ´, 86, Ψελλ. | |lstext='''παρεγκεράννῠμι''': [[ἐγκεράννυμι]] ἐν μέρει, ἐπὶ νομίσματος, παρεγκεκραμένον, τὸ μὴ καθαρὸν καὶ ἀμιγές, ἀλλὰ κίβδηλον, [[Πολυδ]]. Γ´, 86, Ψελλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[ανακατεύω]] επί [[πλέον]], [[κάνω]] νέα [[προσθήκη]] στο αρχικό [[κράμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγκεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
A mix in besides, in pf. part. Pass., Poll.3.86.
German (Pape)
[Seite 510] (s. κεράννυμι), daneben einmischen, Sp., παρεγκεκραμένον ἀργύριον Poll. 3, 86.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγκεράννῠμι: ἐγκεράννυμι ἐν μέρει, ἐπὶ νομίσματος, παρεγκεκραμένον, τὸ μὴ καθαρὸν καὶ ἀμιγές, ἀλλὰ κίβδηλον, Πολυδ. Γ´, 86, Ψελλ.
Greek Monolingual
Α
ανακατεύω επί πλέον, κάνω νέα προσθήκη στο αρχικό κράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκεράννυμι «αναμιγνύω»].