ἐπιπωματικός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_11) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπωματικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπιπωματισμόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 616. | |lstext='''ἐπιπωματικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπιπωματισμόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 616. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπωματικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[επιπωμάτιση]], [[κάλυψη]], [[έμφραξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> «επιπωματικοί υμένες» — δύο ινώδεις υμένες που αποφράσσουν τα κενά που υπολείπονται [[ανάμεσα]] στον επιστροφέα και στο ινιακό [[οστό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A serving to close up the pores, of oil, Sch.Ar.Pl.616.
German (Pape)
[Seite 974] ή, όν, bedeckend, verschließend, Schol. Ar. Plut. 616.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπωματικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπιπωματισμόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 616.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιπωματικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επιπωμάτιση, κάλυψη, έμφραξη
νεοελλ.
ανατ. «επιπωματικοί υμένες» — δύο ινώδεις υμένες που αποφράσσουν τα κενά που υπολείπονται ανάμεσα στον επιστροφέα και στο ινιακό οστό.