προαναπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6_13a)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προαναπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[ἀναπίπτω]] πρότερον, Φίλων 1. 154.
|lstext='''προαναπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[ἀναπίπτω]] πρότερον, Φίλων 1. 154.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[χάνω]] τις δυνάμεις μου ή το [[θάρρος]] μου εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπίπτω]] «[[πέφτω]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[υποχωρώ]], [[διστάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναπίπτω Medium diacritics: προαναπίπτω Low diacritics: προαναπίπτω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: proanapíptō Transliteration B: proanapiptō Transliteration C: proanapipto Beta Code: proanapi/ptw

English (LSJ)

   A fall down beforehand, Ph.1.154; π. τὴν γνώμην ib.282.

Greek (Liddell-Scott)

προαναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἀναπίπτω πρότερον, Φίλων 1. 154.

Greek Monolingual

Α
χάνω τις δυνάμεις μου ή το θάρρος μου εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, υποχωρώ, διστάζω»].