λευκόχρως: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1. | |lstext='''λευκόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui a la peau blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρώς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A white-skinned, colourless, Eub.35, Alex.98.18, Theoc.Ep.2.1, Arist.Phgn.808b4.
German (Pape)
[Seite 35] ωτος, mit weißer, zarter Haut, Eub. u. Alexis bei Ath. VII, 300 b XIII, 568 c; Δάφνις ὁ λευκ. Theocr. epigr. 2, 1; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1.