οἰνοχοεύω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοχοεύω''': Ὀδ. Φ. 142˙ μετοχ. -εύων Α. 143˙ ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ [[οἰνοχοέω]], Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ [[ἐῳνοχόει]]˙ - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57˙ ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8˙ μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ 5˙ μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς [[οἰνοχόος]], [[ἐγχέω]] [[οἶνον]] πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142˙ Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., [[νέκταρ]] [[ἐῳνοχόει]], ἐνέχεεν [[νέκταρ]], ὡς [[οἶνον]], «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. 3˙ μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. 7˙ ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.
|lstext='''οἰνοχοεύω''': Ὀδ. Φ. 142˙ μετοχ. -εύων Α. 143˙ ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ [[οἰνοχοέω]], Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ [[ἐῳνοχόει]]˙ - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57˙ ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8˙ μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ 5˙ μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς [[οἰνοχόος]], [[ἐγχέω]] [[οἶνον]] πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142˙ Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., [[νέκταρ]] [[ἐῳνοχόει]], ἐνέχεεν [[νέκταρ]], ὡς [[οἶνον]], «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. 3˙ μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. 7˙ ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> verser du vin τινί, à qqn;<br /><b>2</b> verser à boire (du nectar, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχόος]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχοεύω Medium diacritics: οἰνοχοεύω Low diacritics: οινοχοεύω Capitals: ΟΙΝΟΧΟΕΥΩ
Transliteration A: oinochoeúō Transliteration B: oinochoeuō Transliteration C: oinochoeyo Beta Code: oi)noxoeu/w

English (LSJ)

Od.21.142 ; part.

   A -εύων 1.143 ; inf. -εύειν Il.2.127,20.234 : but Hom. forms obl. tenses from οἰνοχο-χοέω, Ep. 3sg. impf. οἰνοχόει Od.15.141, ἐῳνοχόει Il.4.3 : aor. inf. οἰνοχοῆσαι Od.15.323, Sapph.51.2 : later in pres., Pherecr.70.5, X.Cyr.1.3.8, Ph.2.479 ; part. -οοῦσα IG22.1514.32, Aeol. -όεισα Sapph.5 (-οεῦσα codd. Ath.) : fut. -ήσω X.l.c. :—Med. -οούμενοι Ph.1.353 :—pour out wine for drinking, abs., Od.15.141,323, etc. ; Διὶ οἰ. Il.20.234.    2 c. acc., νέκταρ ἐῳνοχόει she was pouring out nectar, 4.3 ; θεοῖς ἐνδέξια . . οἰνοχόει . . νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598 : metaph., ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰ. Plu.Per.7 ; ὕμνους Dionys.Eleg.4.1 :—Pass., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Plu.2.349f.    3 τὴν Κασταλίαν οἰνοχοῆσαι cause Castaly to run with wine, Philostr.VA6.10 ; κρήνην -ήσας mixing spring-water with wine, Id.Im.1.22.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχοεύω: Ὀδ. Φ. 142˙ μετοχ. -εύων Α. 143˙ ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ οἰνοχοέω, Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ ἐῳνοχόει˙ - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57˙ ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8˙ μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ 5˙ μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς οἰνοχόος, ἐγχέω οἶνον πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142˙ Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., νέκταρ ἐῳνοχόει, ἐνέχεεν νέκταρ, ὡς οἶνον, «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. 3˙ μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. 7˙ ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 verser du vin τινί, à qqn;
2 verser à boire (du nectar, etc.).
Étymologie: οἰνοχόος.