σκότωμα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκότωμα''': τό, «[[ζάλη]]», [[σκοτοδινία]], [[ἴλιγγος]], Πολύβ. 5. 56, 7 (ἐν τῷ πληθ.), Πλούτ. 2. 137D, κτλ. ΙΙ. [[φόνος]], [[σφαγή]], Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''σκότωμα''': τό, «[[ζάλη]]», [[σκοτοδινία]], [[ἴλιγγος]], Πολύβ. 5. 56, 7 (ἐν τῷ πληθ.), Πλούτ. 2. 137D, κτλ. ΙΙ. [[φόνος]], [[σφαγή]], Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />vertige.<br />'''Étymologie:''' [[σκοτόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A dizziness, vertigo, Plb.5.56.7 (pl.), Plu.2.137d, Gal.6.324 (pl.).
German (Pape)
[Seite 906] τό, Schwindel, σκοτώματά τινα ἐπιπέπτωκεν αὐτῷ Pol. 5, 56, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σκότωμα: τό, «ζάλη», σκοτοδινία, ἴλιγγος, Πολύβ. 5. 56, 7 (ἐν τῷ πληθ.), Πλούτ. 2. 137D, κτλ. ΙΙ. φόνος, σφαγή, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vertige.
Étymologie: σκοτόω.