ὀρχηδόν: Difference between revisions
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρχηδόν''': Ἐπίρρ. ([[ὄρχος]]) καθ’ ἕνα ἕκαστον ἄνδρα, κατ’ ἄνδρα, κατὰ κεφαλήν, Λατ. viritim, Ἡρόδ. 7. 144· ὡς τὸ ἡβηδὸν καὶ τὸ Ὁμηρ. [[ἀνδρακάς]], πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστείδ. 3. 597, 599. | |lstext='''ὀρχηδόν''': Ἐπίρρ. ([[ὄρχος]]) καθ’ ἕνα ἕκαστον ἄνδρα, κατ’ ἄνδρα, κατὰ κεφαλήν, Λατ. viritim, Ἡρόδ. 7. 144· ὡς τὸ ἡβηδὸν καὶ τὸ Ὁμηρ. [[ἀνδρακάς]], πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστείδ. 3. 597, 599. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />par rangées, homme par homme.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρχος]], -δον. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (ὄρχος)
A in a row, one after another, man by man, λάξεσθαι Hdt.7.144 ; wrongly explained as = ἄνδρας καὶ παῖδας, γυναῖκας δὲ οὔ, Sch.Aristid.3.597,599 D.; also, = ἡβηδόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 389] der Reihe nach, Mann für Mann, Her. 7, 144.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχηδόν: Ἐπίρρ. (ὄρχος) καθ’ ἕνα ἕκαστον ἄνδρα, κατ’ ἄνδρα, κατὰ κεφαλήν, Λατ. viritim, Ἡρόδ. 7. 144· ὡς τὸ ἡβηδὸν καὶ τὸ Ὁμηρ. ἀνδρακάς, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστείδ. 3. 597, 599.
French (Bailly abrégé)
adv.
par rangées, homme par homme.
Étymologie: ὄρχος, -δον.