ἐμπεριπατέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπεριπατέω''': περιπατῶ, [[περιέρχομαι]] μέ..., ὠνούμενος [[χρυσοῦς]] ἐμβάτας, οἷς [[μόλις]] ἄν τις καὶ [[ἀρτίπους]] ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους [[μόλις]] θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. [[περιέρχομαι]] περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., [[χλευάζω]], [[ὑβρίζω]], Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας [[αὐτοῦ]] τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.
|lstext='''ἐμπεριπατέω''': περιπατῶ, [[περιέρχομαι]] μέ..., ὠνούμενος [[χρυσοῦς]] ἐμβάτας, οἷς [[μόλις]] ἄν τις καὶ [[ἀρτίπους]] ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους [[μόλις]] θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. [[περιέρχομαι]] περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., [[χλευάζω]], [[ὑβρίζω]], Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας [[αὐτοῦ]] τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se promener dans, τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> insulter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[περιπατέω]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριπᾰτέω Medium diacritics: ἐμπεριπατέω Low diacritics: εμπεριπατέω Capitals: ΕΜΠΕΡΙΠΑΤΕΩ
Transliteration A: emperipatéō Transliteration B: emperipateō Transliteration C: emperipateo Beta Code: e)mperipate/w

English (LSJ)

   A walk about in, [ἐμβάταις] Luc.Ind.6; μέσοις τοῖς ἁγίοις J.BJ4.3.10: metaph., ταῖς διανοίαις Ph.1.643, cf. 274; ἐ. ἐν ὑμῖν tarry among you, LXXLe.26.12, cf. 2 Ep.Cor.6.16: abs., walk about, ἅμα τῷ συμποσίῳ Luc.Symp.13: c. acc. cogn., ἐ. διαύλους τινάς walk several times to and fro, Ach.Tat.1.6.    II walk about upon, τὴν ὑπ' οὐρανόν (sc. γῆν) LXXJb.1.7, al.; trample on, PHolm.18.30: metaph., insult, τινί Plu.2.57a.

German (Pape)

[Seite 812] 1) darauf herumgehen; Hel. 2, 32; ἐμβάταις Luc. adv. indoct. 6; τῷ συμποσίῳ, beim Mahle, conv. 13; ἔν τισι, unter, N. T. – 2) auf Einem herumtreten, ihn verhöhnen, insultare, Plut. adul. et am. discr. 20, vgl. vit. pud. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριπατέω: περιπατῶ, περιέρχομαι μέ..., ὠνούμενος χρυσοῦς ἐμβάτας, οἷς μόλις ἄν τις καὶ ἀρτίπους ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους μόλις θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· μετὰ συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. περιέρχομαι περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., χλευάζω, ὑβρίζω, Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας αὐτοῦ τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, ἔνθα ἴδε Wyttenb.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se promener dans, τινι;
2 fig. insulter, τινι.
Étymologie: ἐν, περιπατέω.