ὀφρυάζω: Difference between revisions
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
(6_1) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφρυάζω''': (ὀφρὺς) ταῖς ὀφρύσι [[νεύω]], ποιῶ [[σημεῖον]] ἢ [[νεῦμα]] διὰ τῶν ὀφρύων, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 8· ἴδε [[Πολυδ]]. Β΄, 50· - «ὀφρυάζειν: τὸ τὰς ὀφρῦς ἐπαίρειν καὶ ἀποσεμνύνεσθαι» Α. Β. 53, 29· - κατὰ Φώτ.: «ὀφρυάζειν: τὸ συνάγειν τὰς ὀφρῦς», καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρυάζε(ι)· ταῖς ὀφρύσι νεύει». | |lstext='''ὀφρυάζω''': (ὀφρὺς) ταῖς ὀφρύσι [[νεύω]], ποιῶ [[σημεῖον]] ἢ [[νεῦμα]] διὰ τῶν ὀφρύων, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 8· ἴδε [[Πολυδ]]. Β΄, 50· - «ὀφρυάζειν: τὸ τὰς ὀφρῦς ἐπαίρειν καὶ ἀποσεμνύνεσθαι» Α. Β. 53, 29· - κατὰ Φώτ.: «ὀφρυάζειν: τὸ συνάγειν τὰς ὀφρῦς», καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρυάζε(ι)· ταῖς ὀφρύσι νεύει». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀφρυάζω]] (Α) [[οφρύς]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]] με τα φρύδια μου<br /><b>2.</b> [[κοιτάζω]] υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια μου<br /><b>3.</b> [[συνοφρυώνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
(ὀφρῦς)
A signify anything with the eyebrows, Amips. 36. II to be haughty, supercilious, Phryn.PSp.93B., Procop. Goth.4.11,28, Arc.16, Suid.
German (Pape)
[Seite 428] die Augenbrauen zusammenziehen und damit winken, VLL.; auch als Ausdruck des Hochmuths, Sp., vgl. Suid. u. B. A. 53, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφρυάζω: (ὀφρὺς) ταῖς ὀφρύσι νεύω, ποιῶ σημεῖον ἢ νεῦμα διὰ τῶν ὀφρύων, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 8· ἴδε Πολυδ. Β΄, 50· - «ὀφρυάζειν: τὸ τὰς ὀφρῦς ἐπαίρειν καὶ ἀποσεμνύνεσθαι» Α. Β. 53, 29· - κατὰ Φώτ.: «ὀφρυάζειν: τὸ συνάγειν τὰς ὀφρῦς», καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρυάζε(ι)· ταῖς ὀφρύσι νεύει».
Greek Monolingual
ὀφρυάζω (Α) οφρύς
1. κάνω νεύμα με τα φρύδια μου
2. κοιτάζω υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια μου
3. συνοφρυώνομαι.