Λυδίζω: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_14) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Λῡδίζω''': μιμοῦμαι τὸν Λυδόν, φέρομαι ὡς [[Λυδός]], λυδίζων, ἐπὶ τοῦ Μάγνητος ἐν ἀναφορᾷ [[πρός]] τινα κωμῳδίαν [[αὐτοῦ]] ἐπιγραφομένην Λυδοί, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 523· Λυδίζειν τὴν στολὴν Φιλόστρ. 214. - «[[Λυδίζω]], τὰ Λυδῶν φρονῶ» Σουΐδ.· - παρὰ Φωτ. καὶ Σουΐδ. [[ὡσαύτως]] λυδιάζω. | |lstext='''Λῡδίζω''': μιμοῦμαι τὸν Λυδόν, φέρομαι ὡς [[Λυδός]], λυδίζων, ἐπὶ τοῦ Μάγνητος ἐν ἀναφορᾷ [[πρός]] τινα κωμῳδίαν [[αὐτοῦ]] ἐπιγραφομένην Λυδοί, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 523· Λυδίζειν τὴν στολὴν Φιλόστρ. 214. - «[[Λυδίζω]], τὰ Λυδῶν φρονῶ» Σουΐδ.· - παρὰ Φωτ. καὶ Σουΐδ. [[ὡσαύτως]] λυδιάζω. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Λῡδίζω:''' [[μιμούμαι]] τον Λυδό, λέγεται για τον Μάγνητο, στην [[κωμωδία]] του που ονομάζεται <i>Λυδοί</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A speak Lydian, Hippon. in PSI9.1089.1. II play the Lydian, of Magnes, in reference to his play called Λυδοί, Ar.Eq.523; Λυδίζειν τὴν στολήν Philostr.VA5.32:—in Phot. and Suid. also Λυδιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
Λῡδίζω: μιμοῦμαι τὸν Λυδόν, φέρομαι ὡς Λυδός, λυδίζων, ἐπὶ τοῦ Μάγνητος ἐν ἀναφορᾷ πρός τινα κωμῳδίαν αὐτοῦ ἐπιγραφομένην Λυδοί, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 523· Λυδίζειν τὴν στολὴν Φιλόστρ. 214. - «Λυδίζω, τὰ Λυδῶν φρονῶ» Σουΐδ.· - παρὰ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ὡσαύτως λυδιάζω.
Greek Monotonic
Λῡδίζω: μιμούμαι τον Λυδό, λέγεται για τον Μάγνητο, στην κωμωδία του που ονομάζεται Λυδοί, σε Αριστοφ.