ἐπίκριον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίκριον''': τό, ἡ [[κεραία]], [[ἤτοι]] «τὸ πλάγιον [[ξύλον]] τοῦ ἱστοῦ, ᾧ προσδέδεται τὰ ἄρμενα» (Σχολ.), ἐν δ’ ἱστὸν ποίει καὶ [[ἐπίκριον]] ἄρμενον αὐτῷ Ὀδ. Ε. 254, 318, Λατ. antenna navis. | |lstext='''ἐπίκριον''': τό, ἡ [[κεραία]], [[ἤτοι]] «τὸ πλάγιον [[ξύλον]] τοῦ ἱστοῦ, ᾧ προσδέδεται τὰ ἄρμενα» (Σχολ.), ἐν δ’ ἱστὸν ποίει καὶ [[ἐπίκριον]] ἄρμενον αὐτῷ Ὀδ. Ε. 254, 318, Λατ. antenna navis. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />antenne de vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰκρίον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (ἴκρια)
A yard-arm, Od.5.254,318, A.R.2.1262, etc.
German (Pape)
[Seite 953] τό, die quer über den Mastbaum hinlaufende Segelstange, Rahe, Od. 5, 254. 318; Ap. Rh. 2, 1264, wo der Schol. aber τὰ τῆς νηὸς σανιδώματα erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκριον: τό, ἡ κεραία, ἤτοι «τὸ πλάγιον ξύλον τοῦ ἱστοῦ, ᾧ προσδέδεται τὰ ἄρμενα» (Σχολ.), ἐν δ’ ἱστὸν ποίει καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ Ὀδ. Ε. 254, 318, Λατ. antenna navis.