ἀσύνοπτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύνοπτος''': -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, [[δυσδιάκριτος]], ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31. | |lstext='''ἀσύνοπτος''': -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, [[δυσδιάκριτος]], ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />que l’on ne peut embrasser d’un coup d’œil, difficile à saisir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σύνοπτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not easily perceived, opp. εὐσύνοπτος, Aeschin.2.146, J.BJ7.6.1, Secund.Sent.1,15.
German (Pape)
[Seite 380] unkenntlich, dunkel, τοῖς πολλοῖς Aeschin. 2, 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνοπτος: -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, δυσδιάκριτος, ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on ne peut embrasser d’un coup d’œil, difficile à saisir.
Étymologie: ἀ, σύνοπτος.