ὁμοιόφλοιος: Difference between revisions
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιόφλοιος''': -ον, ὁ ἔχων ὅμοιον φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 2. | |lstext='''ὁμοιόφλοιος''': -ον, ὁ ἔχων ὅμοιον φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμοιόφλοιος]] και, δ. γρφ., [[ὁμόφλοιος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που έχει όμοιο φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with like bark, Thphr. CP1.6.2,4 (v.l. ὁμόφλ- in 4).
German (Pape)
[Seite 336] von ähnlicher Rinde, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόφλοιος: -ον, ὁ ἔχων ὅμοιον φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 2.
Greek Monolingual
ὁμοιόφλοιος και, δ. γρφ., ὁμόφλοιος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει όμοιο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + φλοιός.