σχεδάριον: Difference between revisions
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
(6_22) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχεδάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχέδη]], Ἐκκλ.· μικρὸν καὶ πρόχειρον σχέδιον Ἐπιφαν. ΙΙ, 832C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 237, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 68C, κλπ. | |lstext='''σχεδάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχέδη]], Ἐκκλ.· μικρὸν καὶ πρόχειρον σχέδιον Ἐπιφαν. ΙΙ, 832C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 237, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 68C, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />μικρό [[σχέδιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόχειρο]] [[σχέδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] [[είδος]] σύντομου συγγράμματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σχέδιον</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σχέδιο]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A sketch, Leont.in Arat.4; rough draft, Eust.961.21; = Lat. recitatum, Lyd.Mag.3.11.
German (Pape)
[Seite 1053] τό, dim. von σχέδη, Täfelchen, kleines Blatt, Buch, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχέδη, Ἐκκλ.· μικρὸν καὶ πρόχειρον σχέδιον Ἐπιφαν. ΙΙ, 832C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 237, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 68C, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
μικρό σχέδιο
μσν.
πρόχειρο σχέδιο
αρχ.
συνεκδ. κάθε είδος σύντομου συγγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον + υποκορ. κατάλ. -άριον (βλ. λ. σχέδιο)].