σχεδάριον

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδάριον Medium diacritics: σχεδάριον Low diacritics: σχεδάριον Capitals: ΣΧΕΔΑΡΙΟΝ
Transliteration A: schedárion Transliteration B: schedarion Transliteration C: schedarion Beta Code: sxeda/rion

English (LSJ)

τό, sketch, Leont.in Arat.4; rough draft, Eust.961.21; = Lat. recitatum, Lyd.Mag.3.11.

German (Pape)

[Seite 1053] τό, dim. von σχέδη, Täfelchen, kleines Blatt, Buch, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχέδη, Ἐκκλ.· μικρὸν καὶ πρόχειρον σχέδιον Ἐπιφαν. ΙΙ, 832C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 237, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 68C, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μικρό σχέδιο
μσν.
πρόχειρο σχέδιο
αρχ.
συνεκδ. κάθε είδος σύντομου συγγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον + υποκορ. κατάλ. -άριον (βλ. λ. σχέδιο)].

Frisk Etymological English

σχέδιον See also: s. zu σχίζω.

Frisk Etymology German

σχεδάριον: σχέδιον
{skhedárion}
See also: s. zu σχίζω.
Page 2,836