κατακίρνημι: Difference between revisions
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(6_20) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακίρνημι''': ποιητικὸν ἀντὶ [[κατακεράννυμι]], μιγνύω, [[μετριάζω]], ἡ [[ὑγρότης]] κατεκίρνα τὸ [[ἄγαν]] θερμὸν Ἀλέξ. Ἀφρ.· Προβλ. 2, 70, καὶ Παθ., ῥητορικὴ κατακιρναμένη ταῖς ἐπιχειρήσεσι Λογγῖνος 15. 9· [[εὐωδία]] κατακιρναμένη τῷ περιέχοντι ἀέρι Κασσ. Προβλ. 35. | |lstext='''κατακίρνημι''': ποιητικὸν ἀντὶ [[κατακεράννυμι]], μιγνύω, [[μετριάζω]], ἡ [[ὑγρότης]] κατεκίρνα τὸ [[ἄγαν]] θερμὸν Ἀλέξ. Ἀφρ.· Προβλ. 2, 70, καὶ Παθ., ῥητορικὴ κατακιρναμένη ταῖς ἐπιχειρήσεσι Λογγῖνος 15. 9· [[εὐωδία]] κατακιρναμένη τῷ περιέχοντι ἀέρι Κασσ. Προβλ. 35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατακίρνημι]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κατακεράννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A = κατακεράννυμι, in Pass., Longin.15.9, AP9.362.12, Iamb.in Nic.p.119P.:—also κατακηλ-κιρνάω, Id.Protr.21.ισ.
Greek (Liddell-Scott)
κατακίρνημι: ποιητικὸν ἀντὶ κατακεράννυμι, μιγνύω, μετριάζω, ἡ ὑγρότης κατεκίρνα τὸ ἄγαν θερμὸν Ἀλέξ. Ἀφρ.· Προβλ. 2, 70, καὶ Παθ., ῥητορικὴ κατακιρναμένη ταῖς ἐπιχειρήσεσι Λογγῖνος 15. 9· εὐωδία κατακιρναμένη τῷ περιέχοντι ἀέρι Κασσ. Προβλ. 35.
Greek Monolingual
κατακίρνημι (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. κατακεράννυμι.