ὑπάνειμι: Difference between revisions
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἐπέρχομαι]] κατὰ μικρόν, [[ὑπανερπύζω]], τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14. | |lstext='''ὑπάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἐπέρχομαι]] κατὰ μικρόν, [[ὑπανερπύζω]], τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. prés.</i> [[ὑπανιών]];<br />monter un peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄνειμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
(
A εἶμι ibo) come on, creep on, Luc.Merc.Cond.39.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐπέρχομαι κατὰ μικρόν, ὑπανερπύζω, τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14.