ἀμφιδύω: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιδύω''': περιενδύω, [[περιβάλλω]], τινί τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1053: - Μέσ., [[περιβάλλω]] ἐμαυτόν, ἐνδύομαι, ἀμφιδύσεται χροΐ [πέπλον] Σοφ. Τρ. 605. | |lstext='''ἀμφιδύω''': περιενδύω, [[περιβάλλω]], τινί τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1053: - Μέσ., [[περιβάλλω]] ἐμαυτόν, ἐνδύομαι, ἀμφιδύσεται χροΐ [πέπλον] Σοφ. Τρ. 605. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=vêtir : [[τί]] τινι qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A put on, τινί τι Sch.Ar. Th.1053:—Med., put on oneself, ἀμφιδύσεται χροΐ[πέπλον] S.Tr.605.
German (Pape)
[Seite 138] anziehen; ἀμφιδύσεται χροῒ πέπλον Soph. Tr. 602, wird sich um den Leib anlegen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδύω: περιενδύω, περιβάλλω, τινί τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1053: - Μέσ., περιβάλλω ἐμαυτόν, ἐνδύομαι, ἀμφιδύσεται χροΐ [πέπλον] Σοφ. Τρ. 605.