κατερυκάνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατερῡκάνω''': ᾰ ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218. | |lstext='''κατερῡκάνω''': ᾰ ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[κατερύκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], lengthd. form of
A κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.
German (Pape)
[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
κατερῡκάνω: ᾰ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. κατερύκω.