πομποστολέω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πομποστολέω''': ([[στέλλω]]) [[περιάγω]] ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ [[σκάφος]], ὁδηγῶ τὸ [[σκάφος]], Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.
|lstext='''πομποστολέω''': ([[στέλλω]]) [[περιάγω]] ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ [[σκάφος]], ὁδηγῶ τὸ [[σκάφος]], Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter en procession;<br /><b>2</b> envoyer en expédition (un navire, une flotte).<br />'''Étymologie:''' [[πομπός]], [[στολή]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομποστολέω Medium diacritics: πομποστολέω Low diacritics: πομποστολέω Capitals: ΠΟΜΠΟΣΤΟΛΕΩ
Transliteration A: pompostoléō Transliteration B: pompostoleō Transliteration C: pompostoleo Beta Code: pompostole/w

English (LSJ)

(στέλλω)

   A conduct a procession, IG2.1325,1358.    2 c. acc., lead or carry in procession, πομποστολεῖται τὰ ἱερά Str.14.2.23; π. τὸ σκάφος Luc.Am.11.    b metaph., make a pompous display of, τὰ μηδεμιᾶς ἄξια σπουδῆς Ph.2.70.

German (Pape)

[Seite 679] einen Aufzug, eine Procession führen; Strab. XIV; Luc. amor. 11 vrbdt πομποστολεῖν τὸ σκάφος.

Greek (Liddell-Scott)

πομποστολέω: (στέλλω) περιάγω ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ σκάφος, ὁδηγῶ τὸ σκάφος, Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter en procession;
2 envoyer en expédition (un navire, une flotte).
Étymologie: πομπός, στολή.