Πυανέψια: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Πυᾰνέψια''': (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), τά, Ἀθηναϊκή τις ἑορτὴ κατὰ τὸν μῆνα Πυανεψιῶνα ἀγομένη εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος· λέγεται δὲ ὅτι ὠνομάσθη [[οὕτως]] [[ἐπειδὴ]] ἔτρωγον κατ’ αὐτὴν ἔδεσμά τι παρασκευαζόμενον ἐκ κυάμων ἢ (κατ’ ἄλλους) ἐξ ἐκλελεπισμένης κριθῆς καὶ ὀσπρίων καὶ ψηνόμενον (πύανον ἔψειν), Πλουτ. Θησ. 22, Ἀθήν. 408Α· «πυανέψια, [[οἷον]] κυαμέψια, διὰ τὸ πυάμους πρότερον τοὺς κυάμους καλεῖσθαι» Εὐστ. 1283, 11. Ὁ [[τύπος]] [[πυανόψια]], τά, μνημονεύεται παρὰ τῷ Ἁρπ., πρβλ. πυανεψιών· καὶ ὁ Σουΐδ δὲ παρατηρεῖ ὅτι εἰς ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος ἡ ἑορτὴ ἐκαλεῖτο [[πανόψια]], πρβλ. καὶ Ἡσύχ. | |lstext='''Πυᾰνέψια''': (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), τά, Ἀθηναϊκή τις ἑορτὴ κατὰ τὸν μῆνα Πυανεψιῶνα ἀγομένη εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος· λέγεται δὲ ὅτι ὠνομάσθη [[οὕτως]] [[ἐπειδὴ]] ἔτρωγον κατ’ αὐτὴν ἔδεσμά τι παρασκευαζόμενον ἐκ κυάμων ἢ (κατ’ ἄλλους) ἐξ ἐκλελεπισμένης κριθῆς καὶ ὀσπρίων καὶ ψηνόμενον (πύανον ἔψειν), Πλουτ. Θησ. 22, Ἀθήν. 408Α· «πυανέψια, [[οἷον]] κυαμέψια, διὰ τὸ πυάμους πρότερον τοὺς κυάμους καλεῖσθαι» Εὐστ. 1283, 11. Ὁ [[τύπος]] [[πυανόψια]], τά, μνημονεύεται παρὰ τῷ Ἁρπ., πρβλ. πυανεψιών· καὶ ὁ Σουΐδ δὲ παρατηρεῖ ὅτι εἰς ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος ἡ ἑορτὴ ἐκαλεῖτο [[πανόψια]], πρβλ. καὶ Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>s.e.</i> [[ἱερά]];<br />fête des Pyanepsies, en l’honneur d’Apollon, à Athènes, <i>ainsi nommée parce qu’on y mangeait une bouillie de fèves et autres légumes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πύανος]], [[ἕψω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
Πυᾰνέψια: (ἐξυπακ. ἱερά), τά, Ἀθηναϊκή τις ἑορτὴ κατὰ τὸν μῆνα Πυανεψιῶνα ἀγομένη εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος· λέγεται δὲ ὅτι ὠνομάσθη οὕτως ἐπειδὴ ἔτρωγον κατ’ αὐτὴν ἔδεσμά τι παρασκευαζόμενον ἐκ κυάμων ἢ (κατ’ ἄλλους) ἐξ ἐκλελεπισμένης κριθῆς καὶ ὀσπρίων καὶ ψηνόμενον (πύανον ἔψειν), Πλουτ. Θησ. 22, Ἀθήν. 408Α· «πυανέψια, οἷον κυαμέψια, διὰ τὸ πυάμους πρότερον τοὺς κυάμους καλεῖσθαι» Εὐστ. 1283, 11. Ὁ τύπος πυανόψια, τά, μνημονεύεται παρὰ τῷ Ἁρπ., πρβλ. πυανεψιών· καὶ ὁ Σουΐδ δὲ παρατηρεῖ ὅτι εἰς ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος ἡ ἑορτὴ ἐκαλεῖτο πανόψια, πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
fête des Pyanepsies, en l’honneur d’Apollon, à Athènes, ainsi nommée parce qu’on y mangeait une bouillie de fèves et autres légumes.
Étymologie: πύανος, ἕψω.