ταυρεία: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(6_1)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρεία''': (ἐξυπακουομ. τοῦ [[δορά]]), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) [[εἶδος]] τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας [[ψόφος]] ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) [[μάστιξ]] ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.
|lstext='''ταυρεία''': (ἐξυπακουομ. τοῦ [[δορά]]), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) [[εἶδος]] τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας [[ψόφος]] ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) [[μάστιξ]] ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ταύρειος]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρεία Medium diacritics: ταυρεία Low diacritics: ταυρεία Capitals: ΤΑΥΡΕΙΑ
Transliteration A: taureía Transliteration B: taureia Transliteration C: tavreia Beta Code: taurei/a

English (LSJ)

(sc. δορά), ἡ,

   A bull's hide, ox-hide, hence,    1 a kind of drum covered with skin, Gp.14.25.3 (unless in sense 2).    2 whip of ox-hide, Artem.1.70, Phot. s.v. μάραγνα.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρεία: (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) εἶδος τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας ψόφος ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) μάστιξ ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. ταύρειος.