τοκίζω: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοκίζω''': ([[τόκος]] ΙΙ. 2) [[δανείζω]] ἐπὶ τόκῳ, Λατιν. faenerari, Δημ. 1122. 27· τοκίσας τόκον Ἀνθ. Π. 11. 309. - Παθ., [[ἀργύριον]] τοκίζεται αὐτῷ Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 85, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 12, 28.
|lstext='''τοκίζω''': ([[τόκος]] ΙΙ. 2) [[δανείζω]] ἐπὶ τόκῳ, Λατιν. faenerari, Δημ. 1122. 27· τοκίσας τόκον Ἀνθ. Π. 11. 309. - Παθ., [[ἀργύριον]] τοκίζεται αὐτῷ Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 85, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 12, 28.
}}
{{bailly
|btext=prêter à intérêt.<br />'''Étymologie:''' [[τόκος]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκίζω Medium diacritics: τοκίζω Low diacritics: τοκίζω Capitals: ΤΟΚΙΖΩ
Transliteration A: tokízō Transliteration B: tokizō Transliteration C: tokizo Beta Code: toki/zw

English (LSJ)

(

   A τόκος 11.2) lend on interest, D.45.70; μὴ τοκίζειν πλέονος ἢ τριῶν ὀδελῶν τὰν μνᾶν τοῦ μηνὸς Ϝεκάστου Schwyzer 324.6 (Delph., iv B. C.); τ. τόκον practise usury, AP11.309 (Lucill.):—Pass., τοκίζεται αὐτῷ ἀργύριον Hyp.Fr.273, cf.IG9(1).694.12, 29 (Corc.).

German (Pape)

[Seite 1125] auf Zinsen leihen, wuchern; Dem. 45, 70; μναῖ τοκιζόμεναι ὑπὸ Κρίτωνος, Plut. Arist. 1; τόκον τοκίσαι, Lucill. 102 (XI, 309).

Greek (Liddell-Scott)

τοκίζω: (τόκος ΙΙ. 2) δανείζω ἐπὶ τόκῳ, Λατιν. faenerari, Δημ. 1122. 27· τοκίσας τόκον Ἀνθ. Π. 11. 309. - Παθ., ἀργύριον τοκίζεται αὐτῷ Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 85, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 12, 28.

French (Bailly abrégé)

prêter à intérêt.
Étymologie: τόκος.