κλανίον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_1)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλανίον''': (ἢ κλάνιον), τό, [[ψέλιον]], «κλανία· ψέλια βραχιόνων» Ἡσύχ., κλ.
|lstext='''κλανίον''': (ἢ κλάνιον), τό, [[ψέλιον]], «κλανία· ψέλια βραχιόνων» Ἡσύχ., κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλανίον]] και κλάνιον, τὸ (Α)<br />[[βραχιόλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. <i>ἐγ</i>-<i>κλαστρ</i>-[[ίδια]] «σκουλαρίκια»)].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλανίον Medium diacritics: κλανίον Low diacritics: κλανίον Capitals: ΚΛΑΝΙΟΝ
Transliteration A: klaníon Transliteration B: klanion Transliteration C: klanion Beta Code: klani/on

English (LSJ)

(or κλάνιον), τό,

   A bracelet, POxy.796 (i/ii A.D.), PTeb.417.37 (iii A.D.), Hsch., Gloss. (also κλαρά Hsch.):—written κλάλιον, POxy.114.11 (ii/iii A.D.), al.

Greek (Liddell-Scott)

κλανίον: (ἢ κλάνιον), τό, ψέλιον, «κλανία· ψέλια βραχιόνων» Ἡσύχ., κλ.

Greek Monolingual

κλανίον και κλάνιον, τὸ (Α)
βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / - (πρβλ. λ.χ. ἐγ-κλαστρ-ίδια «σκουλαρίκια»)].