ἀγέννεια: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγέννεια''': (ἐν χειρογράφοις [[συχνάκις]] [[ἀγένεια]] ἢ [[ἀγεννία]]), ἡ, ποταπὸς [[τρόπος]] τοῦ φέρεσθαι, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 7, 4, Πολύβ. κτλ.
|lstext='''ἀγέννεια''': (ἐν χειρογράφοις [[συχνάκις]] [[ἀγένεια]] ἢ [[ἀγεννία]]), ἡ, ποταπὸς [[τρόπος]] τοῦ φέρεσθαι, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 7, 4, Πολύβ. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bassesse de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγεννής]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγέννεια Medium diacritics: ἀγέννεια Low diacritics: αγέννεια Capitals: ΑΓΕΝΝΕΙΑ
Transliteration A: agénneia Transliteration B: agenneia Transliteration C: agenneia Beta Code: a)ge/nneia

English (LSJ)

(in Mss. often ἀγένεια or ἀγεννία). ἡ,

   A meanness, baseness, Arist.Virt. Vit.1251b16, Plb.30.9.1, al., Phld.Herc.1457.4.    II sordidness, opp. πολυτέλεια, D.S.33.7.

German (Pape)

[Seite 12] = ἀγένεια (?). Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέννεια: (ἐν χειρογράφοις συχνάκις ἀγένειαἀγεννία), ἡ, ποταπὸς τρόπος τοῦ φέρεσθαι, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 7, 4, Πολύβ. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bassesse de sentiments.
Étymologie: ἀγεννής.