ἰπνεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_1)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰπνεύω''': (ἰπνὸς) [[φρύγω]], [[ξηραίνω]] τι ἐν τῷ κλιβάνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐκοδομεύετο.
|lstext='''ἰπνεύω''': (ἰπνὸς) [[φρύγω]], [[ξηραίνω]] τι ἐν τῷ κλιβάνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐκοδομεύετο.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰπνεύω]] ή -ομαι (Α) [[ιπνός]]<br /><b>1.</b> [[ψήνω]] ή [[ξηραίνω]] [[κάτι]] στον κλίβανο, στον φούρνο<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰπνεύομαι</i><br />(κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο».
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰπνεύω Medium diacritics: ἰπνεύω Low diacritics: ιπνεύω Capitals: ΙΠΝΕΥΩ
Transliteration A: ipneúō Transliteration B: ipneuō Transliteration C: ipneyo Beta Code: i)pneu/w

English (LSJ)

(ἰπνός)

   A dry or bake in the oven, Hsch., prob. in IG 12.4.15 (hιπν-).

German (Pape)

[Seite 1257] im Ofen rösten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰπνεύω: (ἰπνὸς) φρύγω, ξηραίνω τι ἐν τῷ κλιβάνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐκοδομεύετο.

Greek Monolingual

ἰπνεύω ή -ομαι (Α) ιπνός
1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον κλίβανο, στον φούρνο
2. παθ. ἰπνεύομαι
(κατὰ τον Ησύχ.) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο».