διολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διολισθάνω''': (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)˙ μέλλ. -ολισθήσω˙ Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους [[αὐτόθι]] 806˙ ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829˙ δ. τινά, [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ [[ἄκρων]] δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12˙ ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29˙ δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, [[ἁμαρτάνω]] ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12.
|lstext='''διολισθάνω''': (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)˙ μέλλ. -ολισθήσω˙ Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους [[αὐτόθι]] 806˙ ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829˙ δ. τινά, [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ [[ἄκρων]] δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12˙ ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29˙ δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, [[ἁμαρτάνω]] ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[διολισθαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διολισθάνω Medium diacritics: διολισθάνω Low diacritics: διολισθάνω Capitals: ΔΙΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: diolisthánō Transliteration B: diolisthanō Transliteration C: diolisthano Beta Code: diolisqa/nw

English (LSJ)

(in Pl.Ly.216d codd. -αίνω, cf. Luc.Cont.1, al., Lib. Or.11.225), Ion. aor.

   A -ωλίσθησα Hp.Art.63: aor. 2 inf. διολισθεῖν Ar.Nu.434:—slip through, ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.Art.40; of a bone put out, ib.63; δ. τοὺς χρήστας to give them the slip, Ar. l. c.; δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl. l. c.; ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων, of a ship, Luc.Dom. 12: abs., slip away, Id.Anach.28,29; δ. τὴν γλῶσσαν slipping with his tongue, of one drunken, Id.Vit.Auct.12.

Greek (Liddell-Scott)

διολισθάνω: (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)˙ μέλλ. -ολισθήσω˙ Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους αὐτόθι 806˙ ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829˙ δ. τινά, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ ἄκρων δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12˙ ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ φεύγω, ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29˙ δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, ἁμαρτάνω ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12.

French (Bailly abrégé)

att. c. διολισθαίνω.