ἀποπρό: Difference between revisions
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπρό''': (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. [[μακράν]], πολὺ [[μακράν]], Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. [[μετὰ]] γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει [[εἶναι]] μόνον ἰσχυρότερος [[τύπος]] τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν. | |lstext='''ἀποπρό''': (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. [[μακράν]], πολὺ [[μακράν]], Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. [[μετὰ]] γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει [[εἶναι]] μόνον ἰσχυρότερος [[τύπος]] τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>adv.</i> loin en avant;<br /><b>2</b> <i>prép.</i> loin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πρό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A afar off, πολλὸν ἀ. φέρων Il.16.669. 2 as Prep. c. gen., away from, τυτθὸν ἀ. νεῶν ib.7.334, cf. E.HF1081, Or.142, etc.
German (Pape)
[Seite 320] fernab, weitweg, Il. 16, 669 πολλὸν ἀποπρὸ φέρων; 7, 334 κατακήομεν αὐτοὺς τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν; vgl. Scholl. Herodian. zu beiden Stellen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπρό: (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. μακράν, πολὺ μακράν, Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει εἶναι μόνον ἰσχυρότερος τύπος τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν.
French (Bailly abrégé)
1 adv. loin en avant;
2 prép. loin de, gén..
Étymologie: ἀπό, πρό.