ἀποπρό: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπρό''': (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. [[μακράν]], πολὺ [[μακράν]], Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. [[μετὰ]] γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει [[εἶναι]] μόνον ἰσχυρότερος [[τύπος]] τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν.
|lstext='''ἀποπρό''': (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. [[μακράν]], πολὺ [[μακράν]], Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. [[μετὰ]] γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει [[εἶναι]] μόνον ἰσχυρότερος [[τύπος]] τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>adv.</i> loin en avant;<br /><b>2</b> <i>prép.</i> loin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πρό]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπρό Medium diacritics: ἀποπρό Low diacritics: αποπρό Capitals: ΑΠΟΠΡΟ
Transliteration A: apopró Transliteration B: apopro Transliteration C: apopro Beta Code: a)popro/

English (LSJ)

Adv.

   A afar off, πολλὸν ἀ. φέρων Il.16.669.    2 as Prep. c. gen., away from, τυτθὸν ἀ. νεῶν ib.7.334, cf. E.HF1081, Or.142, etc.

German (Pape)

[Seite 320] fernab, weitweg, Il. 16, 669 πολλὸν ἀποπρὸ φέρων; 7, 334 κατακήομεν αὐτοὺς τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν; vgl. Scholl. Herodian. zu beiden Stellen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπρό: (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. μακράν, πολὺ μακράν, Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει εἶναι μόνον ἰσχυρότερος τύπος τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν.

French (Bailly abrégé)

1 adv. loin en avant;
2 prép. loin de, gén..
Étymologie: ἀπό, πρό.