σειρόω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σειρόω''': [[ἀποξηραίνω]] διὰ θερμότητος, στεγνώνω, τὸ [[σῶμα]] σειροῖ (κοινῶς -εοῖ) Ἱππ. 49. 21. 2) [[καθόλου]], ἐξαντλῶ, ἐκκενῶ, Σύμμαχ. εἰς Ἱερεμ. 48. 12. | |lstext='''σειρόω''': [[ἀποξηραίνω]] διὰ θερμότητος, στεγνώνω, τὸ [[σῶμα]] σειροῖ (κοινῶς -εοῖ) Ἱππ. 49. 21. 2) [[καθόλου]], ἐξαντλῶ, ἐκκενῶ, Σύμμαχ. εἰς Ἱερεμ. 48. 12. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[Σείριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 3 January 2019
English (LSJ)
A strain, filter, Cleopatra ap. Paul.Aeg.3.2, PFay.134.6 (iv A.D.), Aët.1.102; but σειρώσουσιν is prob. f.l. for στρώσουσιν in Sm.Je.48.12. (Cf. σειρεόω and σειρέω.) II σειρῶ, = cimusso, provide a garment with a border, Dosith. p.435 K.
German (Pape)
[Seite 869] ausleeren, LXX., Schol. Ap. Rh. 2, 517.
Greek (Liddell-Scott)
σειρόω: ἀποξηραίνω διὰ θερμότητος, στεγνώνω, τὸ σῶμα σειροῖ (κοινῶς -εοῖ) Ἱππ. 49. 21. 2) καθόλου, ἐξαντλῶ, ἐκκενῶ, Σύμμαχ. εἰς Ἱερεμ. 48. 12.
Frisk Etymological English
See also: s. Σείριος.