σειρόω
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
A strain, filter, Cleopatra ap. Paul.Aeg.3.2, PFay.134.6 (iv A.D.), Aët.1.102; but σειρώσουσιν is prob. f.l. for στρώσουσιν in Sm.Je.48.12. (Cf. σειρεόω and σειρέω.)
II σειρῶ, = cimusso, provide a garment with a border, Dosith. p.435 K.
German (Pape)
[Seite 869] ausleeren, LXX., Schol. Ap. Rh. 2, 517.
Greek (Liddell-Scott)
σειρόω: ἀποξηραίνω διὰ θερμότητος, στεγνώνω, τὸ σῶμα σειροῖ (κοινῶς -εοῖ) Ἱππ. 49. 21. 2) καθόλου, ἐξαντλῶ, ἐκκενῶ, Σύμμαχ. εἰς Ἱερεμ. 48. 12.
Frisk Etymological English
See also: s. Σείριος.
Frisk Etymology German
σειρόω: {seiróō}
See also: s. Σείριος.
Page 2,688