σπίνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπίνος''': ὁ, ([[σπίζω]]) πτηνὸν τι μικρόν, ἡ [[σπίνα]], Fringilla spinus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1079, Εἰρ. 1149, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. 5, κτλ.· σπ. στρουθὸς Θοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3. 2· -τὸ [[ὄνομα]] [[σπίνος]] ἔτι διαηρεῖαι ἐν Χίῳ. - Παρ’ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] [[σπίνα]], [[σπίγγος]]. ΙΙ. [[εἶδος]] λίθου ἀνάπτοντος εὐθὺς ὡς ἐγγίσῃ ὐτὸν [[ὕδωρ]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 41, Θεοφρ. π. Λίθ. 13.
|lstext='''σπίνος''': ὁ, ([[σπίζω]]) πτηνὸν τι μικρόν, ἡ [[σπίνα]], Fringilla spinus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1079, Εἰρ. 1149, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. 5, κτλ.· σπ. στρουθὸς Θοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3. 2· -τὸ [[ὄνομα]] [[σπίνος]] ἔτι διαηρεῖαι ἐν Χίῳ. - Παρ’ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] [[σπίνα]], [[σπίγγος]]. ΙΙ. [[εἶδος]] λίθου ἀνάπτοντος εὐθὺς ὡς ἐγγίσῃ ὐτὸν [[ὕδωρ]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 41, Θεοφρ. π. Λίθ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σπῖνος]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπίνος Medium diacritics: σπίνος Low diacritics: σπίνος Capitals: ΣΠΙΝΟΣ
Transliteration A: spínos Transliteration B: spinos Transliteration C: spinos Beta Code: spi/nos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,= σπίζα, Ar.Av.1079, Pax 1149, Eub.150.5, Thphr. Sign.39;

   A σ. ἠῷα σπίζων Arat.1024; also σπίννος, Gloss.; cf. σπίγγος, σπίνα, σπινθίον.    II a kind of stone, which blazes when water touches it, Arist.Mir.832b29, Thphr.Lap.13.

German (Pape)

[Seite 922] ὁ, ein kleiner Vogel; Ar. Pax 1115 Av. 1079; nach seiner piependen seinen Stimme benannt, auch zu Markte gebracht und gegessen, nach Einigen der Zeisig, nach Andern der Finke, = σπίζα, der noch jetzt auf Chios σπίνος heißt; Arat. 1024; Ael. H. A. 4, 60; Ath. II, 65, wo aus Eubul. com. eine Stelle angeführt ist. – Bei Arist. mirab. 41 u. Theophr. eine Steinart, die sich durch Wasser entzündet, vielleicht Alaunschiefer.

Greek (Liddell-Scott)

σπίνος: ὁ, (σπίζω) πτηνὸν τι μικρόν, ἡ σπίνα, Fringilla spinus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1079, Εἰρ. 1149, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. 5, κτλ.· σπ. στρουθὸς Θοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3. 2· -τὸ ὄνομα σπίνος ἔτι διαηρεῖαι ἐν Χίῳ. - Παρ’ Ἡσύχ. ὡσαύτως σπίνα, σπίγγος. ΙΙ. εἶδος λίθου ἀνάπτοντος εὐθὺς ὡς ἐγγίσῃ ὐτὸν ὕδωρ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 41, Θεοφρ. π. Λίθ. 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σπῖνος.