ἀπορέγω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορέγω''': [[ἐκτείνω]] πρὸς τὰ ἔξω, [[παρέχω]], ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι». | |lstext='''ἀπορέγω''': [[ἐκτείνω]] πρὸς τὰ ἔξω, [[παρέχω]], ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι». | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[extender]] τὴν χεῖρα el brazo</i> para vendarlo, Hp.<i>Fract</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[depositar]] φακὴν ... εἰς ... τὸ οὖρον Gal.14.546. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
A stretch out, Hp.Fract.1.
German (Pape)
[Seite 321] ausstrecken, Hippocr.; davon geben, B. A. 434.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορέγω: ἐκτείνω πρὸς τὰ ἔξω, παρέχω, ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι».
Spanish (DGE)
1 extender τὴν χεῖρα el brazo para vendarlo, Hp.Fract.1.
2 depositar φακὴν ... εἰς ... τὸ οὖρον Gal.14.546.