ψανός: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(6_6)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψᾱνός''': Δωρ. ἀντὶ [[ψηνός]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ψᾱνός''': Δωρ. ἀντὶ [[ψηνός]], ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό, και ψάνιος, -α, -ο, Ν<br />(για όσπρια) [[βραστερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ἐψ</i>-<i>ανός</i> «[[ευκολόβραστος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ἔψω</i> «[[βράζω]]», με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ε</i>-].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψηνός]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾱνός Medium diacritics: ψανός Low diacritics: ψανός Capitals: ΨΑΝΟΣ
Transliteration A: psanós Transliteration B: psanos Transliteration C: psanos Beta Code: yano/s

English (LSJ)

   A = ψηνός (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1391] dor. statt ψηνός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾱνός: Δωρ. ἀντὶ ψηνός, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό, και ψάνιος, -α, -ο, Ν
(για όσπρια) βραστερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐψ-ανός «ευκολόβραστος» < ἔψω «βράζω», με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].———————— (II)
-ή, -όν, Α
βλ. ψηνός.