ψανός
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1391] dor. statt ψηνός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾱνός: Δωρ. ἀντὶ ψηνός, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό, και ψάνιος, -α, -ο, Ν
(για όσπρια) βραστερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐψ-ανός «ευκολόβραστος» < ἔψω «βράζω», με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].
(II)
-ή, -όν, Α
βλ. ψηνός.