φοιβητός: Difference between revisions
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(6_11) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοιβητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., [[θεόπνευστος]] [[προφητικός]], προλέγοντα φοιβητοῖς μύθοισιν ἀποφθεγκτήρια κρυπτὰ Μανέθων 4. 550. | |lstext='''φοιβητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., [[θεόπνευστος]] [[προφητικός]], προλέγοντα φοιβητοῖς μύθοισιν ἀποφθεγκτήρια κρυπτὰ Μανέθων 4. 550. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φοιβῶ]]<br />[[προφητικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A inspired, prophesying, Man. 4.550.
German (Pape)
[Seite 1295] adj. verb. von φοιβάω, 1) prophezeiet. – 2) begeistert, prophezeiend, μῦθοι Maneth. 4, 550.
Greek (Liddell-Scott)
φοιβητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., θεόπνευστος προφητικός, προλέγοντα φοιβητοῖς μύθοισιν ἀποφθεγκτήρια κρυπτὰ Μανέθων 4. 550.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φοιβῶ
προφητικός.