χορήγημα: Difference between revisions
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(6_22) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χορήγημα''': τό, τὸ χορηγούμενον, [[χορηγία]], τινος Πλουτάρχ. Ὄθων 9. | |lstext='''χορήγημα''': τό, τὸ χορηγούμενον, [[χορηγία]], τινος Πλουτάρχ. Ὄθων 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[χορηγῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />χρηματικό [[βοήθημα]], [[επίδομα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να καταβάλλει [[κανείς]] τις δαπάνες για [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A expenditure on χοροί, Inscr.Délos 399A 51 al. (pl., ii B. C.). 2 generally, means of providing for, τινος Plu. Oth.9.
German (Pape)
[Seite 1365] τό, die Kosten, der Aufwand zur Aufführung eines Chors. – Uebh. das Hergeben der Kosten wozu, Plut. Oth. 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χορήγημα: τό, τὸ χορηγούμενον, χορηγία, τινος Πλουτάρχ. Ὄθων 9.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ χορηγῶ
νεοελλ.
χρηματικό βοήθημα, επίδομα
μσν.-αρχ.
το να καταβάλλει κανείς τις δαπάνες για κάτι.