σχάσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
(6_3) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχάσις''': [ᾰ], ἡ, σχάσιμον, [[χάραγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 8. 2) [[φλεβοτομία]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10., 2, 3. | |lstext='''σχάσις''': [ᾰ], ἡ, σχάσιμον, [[χάραγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 8. 2) [[φλεβοτομία]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10., 2, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σχάση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A slitting of a tree, [τὸ κόμμι] ῥέει καὶ πληγείσης καὶ αὐτόματον ἄνευ σχάσεως (cj. for σχίσεως) Thphr.HP4.2.8. 2 venesection, Aret.CA1.10 (pl.), 2.3. 3 release, letting off, of an engine, Ph.Bel.77.1.
German (Pape)
[Seite 1053] ἡ, das Stechen, Ritzen, Schneiden, Verwunden, auch das Schröpfen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σχάσις: [ᾰ], ἡ, σχάσιμον, χάραγμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 8. 2) φλεβοτομία, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10., 2, 3.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. σχάση.